
Ήταν έλεγε σαν όλα τα άλλα πρωινά του κόσμου. Ξεκλείδωσε, όπως ξεκλείδωνε κάθε μέρα τα τελευταία οχτώ χρόνια. Εισήλθε και περπάτησε την μεγάλη αίθουσα, όπως έλεγε, μόνος του. Τι ευτυχία. Άφησε το παλτό του στο πρώτο στασίδι. Πάντα ήταν μόνος του. Έδειχνε πάντα σκυφτός, μελαγχολικός, άρρηκτα όμως συνδεδεμένη η ψυχή του με αυτό το χώρο. Κάθισε μπροστά στο εκκλησιαστικό όργανο της Σάντα Μαρία. Έσπρωξε το σκαμπό να πλησιάσει τα κλαβιέ και τα ποδόπληκτρα, η ησυχία βεβηλώθηκε. Ιερόσυλη η συνήθειά του με ευλάβεια προς τα Θεία. Ησυχία πάλι. Ξεκίνησε. Έπαιξε κάτι από Μπαχ.
«Σάντα Μαρία!»
Σταμάτησε. Κοίταξε γύρω του. Κοίταξε την μεγαλεπήβολη είσοδο, γύρισε το σώμα του πίσω και κοίταξε στα ενδότερα του πάστορα της εκκλησίας, κοίταξε ξανά την είσοδο. Θα ήταν ιδέα του. Ησυχία. Ο Μπαχ μίλησε ξανά, οι νότες ξόρκιζαν κι όλο ξόρκιζαν. Ο άνδρας άφηνε τα πλήκτρα και με τα μάτια του κοίταζε εκεί στην πόρτα, μόνο εκεί. Καμιά νότα δεν ξέφευγε.
«Σάντα Μαρία, σε παρακαλώ!»
Σταμάτησε πάλι. Κοκάλωσε. Κάρφωσε τα μάτια του σ’ εκείνη την αναθεματισμένη την πόρτα. Το ανάθεμα εισάκουσε το φόβο του. Βήματα στο δρόμο στρωμένος με ψιλό χαλίκι. Βήματα από μακριά. Βήματα πιο κοντά. Τρία σκαλοπάτια κι ύστερα βήματα. Η πόρτα άνοιξε με δύναμη και τώρα η ιερή αίθουσα αριθμούσε τέσσερα άτομα. Οι άλλοι τρεις ήταν ο πάστορας, μία κοπέλα κι ένας μεσήλικας. Η απόσταση δεν τον βοήθησε να καταλάβει ποιοι ήταν. Κοιτάχτηκαν και για τρία δευτερόλεπτα έκαναν μόνο αυτό. Ο πάστορας πήρε την κοπέλα και την οδήγησε αμέσως στο εξομολογητήριο. Λίγο αργότερα πέρασαν μπροστά, του έκαναν νόημα προς τα ιδιαίτερα του πάστορα χωρίς λόγια, μόνο το χαλίκι αντηχούσε καρφωμένο καθώς ήταν στις αρβύλες τους. Ότο Μπρέχερ ο οργανοπαίχτης, ο πάστορας και ο Βέρνερ Φορστ. Αυτούς τους δύο αναγνώρισε λίγο αργότερα, δεν κατάλαβε τι συνέβη με την κοπέλα. Κι έμοιαζε πράγματι εκείνο το πρωινό με όλα τα άλλα πρωινά του κόσμου.
– Ότο για πες μου.. Ποια είναι η γνώμη σου για το Θεό; Πιστεύεις στον Κύριό μας;
Ο Ότο σάστισε. Ο Ότο με καμπουριασμένη τη μισή πλάτη, ο Ότο με τα ιερά δάχτυλα του Θεού δεχόταν μια τέτοια αντίστροφη ερώτηση. Έπρεπε να γνώριζε το σύμπαν για να απαντήσει σε κάτι τέτοιο.
– Πάτερ, πιστεύω το ξέρεις δηλαδή.. Αγαπάω τους συγχωριανούς μου, εσάς, τη Σάντα Μαρία μα ακόμα κι αυτοί που μ’ έχουν πειράξει, το λέει ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Σωτήρας μας Πάτερ μου, έτσι θέλω να πιστεύω δηλαδή, ότι..
– Ότο σταμάτα, σταμάτα. Αναρωτιέμαι ποιος σου έμαθε να μιλάς τόσο πολύ. Δεν ελέγχεσαι καθόλου μου φαίνεται.
– Πάτερ μου, με συγχωρείς, συμβαίνει κάτι; Εσύ ποτέ δεν έρχεσαι εδώ τόσο νωρίς κι αυτή η κοπέλα..
– Αυτή η κοπέλα είναι η κόρη σου Ότο.
Για πέντε δευτερόλεπτα η ησυχία επικράτησε θριαμβευτικά.
– Η κόρη μου; Γιατί την φέρατε εδώ, πάτερ, τι έγινε, με ανησυχείς, δηλαδή…
– Ότο ξέρεις ποιος είναι αυτός ο κύριος;
– Βέβαια ξέρω, πώς δεν ξέρω, ο κύριος Βέρνερ Φόρστ είναι πάτερ μου, σπουδαίος άνθρωπος του χωριού μας..
– Χμ.. μάλιστα.. Έλα μαζί μου. Έλα, έλα, μην ανησυχείς, μην φοβάσαι. Η κόρη σου είναι αδύνατο να άκουσε τη συζήτησή μας.
Τον οδήγησε στο εξομολογητήριο. Μπήκαν σχεδόν αθόρυβα. Στην άλλη πλευρά ήταν η κόρη του Ότο.
– Άννα μ’ ακούς;
Πέντε δευτερόλεπτα πέρασαν.
– Άννα;
– Ναι πάτερ.. Εδώ είμαι…
– Τι κάνεις Άννα;
Σιωπή.
– Άννα…
Σιωπή πάλι. Η Άννα δεν απαντά.
– Άννα πες μου σε παρακαλώ πιστεύει ο πατέρας σου στο Θεό;
– Ναι πιστεύει πάτερ.. Πιστεύει.. Αν και μ’ αυτά που έχουν δει τα μάτια του θα ‘πρεπε να Τον βγάλει από μέσα του.. Ο πόλεμος τον σκότωσε κι η αγάπη του έκανε κακό Πάτερ, κακό, μόνο κακό..
Η Άννα με ψιθυριστούς λυγμούς προκαλεί στον Ότο δάκρυα.
– Και για πες μου Άννα τι είναι ο Θεός για σένα, μιλάς μαζί Του, ακολουθείς όσα λέμε στη λειτουργία μας κάθε Κυριακή;
Η Άννα ξεσπάει.
– Αμάρτησα συγχωρήστε με σας παρακαλώ, αμάρτησα κι η ψυχή μου δεν ξεπλένεται με μετάνοιες και νηστείες, ποτίστηκε το σώμα μου Κόλαση πάτερ κι ο πιο διακαής πόθος της ανθρώπινης φύσης με κατέκλυσε..
– Μάλιστα.. Τα υπόλοιπα θα τα συζητήσω με τον πατέρα σου Άννα.. Να περιμένεις εδώ. Κι είθε ο Θεός να σε λυπηθεί.
Βγήκαν από το εξομολογητήριο κι έσπευσαν να μιλήσουν με τον κύριο Φορστ. Ο κύριος Φορστ… Ψιλόλιγνος, χλωμός, με τρεις στρώσεις μουστάκι στα χείλη του.
– Ότο ο κύριος Φροστ απ’ όσο θα γνωρίζεις είναι ο πατέρας του Καρλ. Ο Καρλ εδώ και μερικούς μήνες έχει αναλάβει την επιχείρηση του πατέρα του ως δικηγόρος, σπουδαίος επαγγελματίας, άνθρωπος με κύρος ο γιος του κύριου Φορστ όμως… Όμως ο Καρλ, αγαπητέ Ότο εθεάθη εχθές στη λίμνη με την κόρη σας.. Φοιτά ως δασκάλα νομίζω; Ο Ότο γνέφει καταφατικά. Ήταν κι οι δυο τους γυμνοί. Δεν θα προχωρήσω σε λεπτομέρειες, σέβομαι το ιερό χώρο που βρισκόμαστε. Σύντομα η κόρη σας θα διαπαιδαγωγεί τα παιδιά όλης της κοινότητας, κάθε πιστού που –πιστέψτε με σας λέω- δεν επιθυμεί με τίποτα να ξυπνήσει το κακό στα παιδιά του όταν εμείς εδώ προσπαθούμε να μεταδώσουμε την αγνή αγάπη της Σάντα Μαρία, την αγάπη του Ιησού, του Ενός και Μοναδικού θεανθρώπου…
– Κύριε Ότο, μίλησα με τον γιο μου και δηλώνει μετανοιωμένος. Μπορούμε να φτάσουμε σε κάποια συμφωνία για να θεωρηθεί το επεισόδιο λήξαν, εκτιμώ δηλαδή πως δεν είμαστε σε θέση την παρούσα στιγμή να μπαίνουμε σε περιπέτειες.. Θα ήθελα ο κριτής και δικαστής μας να είναι μόναχα ο Θεός. Ειδάλλως..
– ..ειδάλλως Ότο.. Με συγχωρείς αλλά δεν μπορεί να υπάρξει χώρος για σένα στην μικρή μας κοινότητα, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείς αυτό το θεόσταλτο μουσικό όργανο όταν δεν έχεις οδηγήσει την κόρη σου στη μετάνοια και στο δρόμο του Θεού…
– ..κι αυτό είναι το σημαντικό κύριε Ότο..
– ..να οδηγήσεις το παιδί σου…
– … μα και τον Καρλ, το δικό μου παιδί …
– …στον ίσιο δρόμο Ότο…
– …στο ίσιο δρόμο κύριε Ότο..
Ο Ότο δίχως να απαντήσει γνώριζε πως ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με το ψιλό χαλίκι της Σάντα Μαρία που διευκόλυνε το βάδισμα, ούτε ανηφορικός για να μπορέσει να τον ανταγωνιστεί. Θυμήθηκε μερικά χρόνια πριν, όταν η Άννα ήταν δέκα χρονών που έφτασαν σε κείνο το χωριό. Η φυγή από τις δυνάμεις του Άξονα και τη δίνη του πολέμου τον οδήγησε σε ασφάλεια κι η ασφάλεια τον οδηγεί όπως φαίνεται πάλι σε φυγή. Δεν έβγαλε άχνα. Κατέβασε το κεφάλι και βγήκε έξω από τα ιδιαίτερα του πάστορα. Σήκωσε το κεφάλι για να κοιτάξει το εκκλησιαστικό όργανο. Σήκωσε το κεφάλι. Φεύγοντας πέρασε από το εξομολογητήριο και μετέφερε την κόρη του έξω. Η αχτίδες φωτός έπεσαν πάνω στο πρόσωπό της. Την κοίταξε στα μάτια. Τον κοίταξε κι αυτή αλλά ήταν χαμένη, με βλέμμα θολό. Βλέμμα χαμένο πάλι, οχτώ χρόνια πριν. Της είπε να περιμένει. Επέστρεψε μέσα. Τα σκληρά λόγια του θύμισαν την εποχή της Απελευθέρωσης. Οι δυο τους συζητούσαν, ετοίμαζαν ένα τσάι. Τον είδαν. Σάστισαν. Κοιτάχτηκαν. Τον κοίταξαν πάλι.
– Οχτώ χρόνια πριν.. Οχτώ χρόνια πριν ήρθα εδώ και έδωσα όρκο να προστατέψω την οικογένειά μου, να σας ανοίξω το σπίτι μου, να σας προσφέρω τις υπηρεσίες μου για ένα κομμάτι ψωμί. Κάθε πρωί ανοίγω τη Σάντα Μαρία, της υποκλίνομαι και της χαρίζω όλες τις μουσικές του Κυρίου μας. Σας λέω λοιπόν πως ποτέ δεν το περίμενα αυτό.
Ο Ότο κλαίει.
– …ποτέ δεν περίμενα πως θα ερχόταν η στιγμή που θα χρειαζόταν πάλι να φύγω. Οχτώ χρόνια πριν κατάφερα με ότι δυνάμεις έχω να προστατέψω αυτό το αγγελούδι από τους Συμμάχους. Κατάφερα και κράτησα το σώμα της ανέγγιχτο τη στιγμή που δυο χέρια την είχαν αγκαλιάσει κι ήταν έτοιμα να την λερώσουν. Κι έλεγα πως έφταιγαν μόνο οι δικοί μας.. Κι ήρθε η φυγή κύριοι. Η φυγή. Πήρα τη γυναίκα μου και το παιδί μου και αναρωτιόμουν τότε, έχουν μείνει άραγε δικοί μας άνθρωποι που να είναι άοπλοι στα χέρια τους και την ψυχή τους; Κι ήρθαμε εδώ. Κι η κόρη μου αποφάσισε σ’ ένα δειλό όπως ο Καρλ να δώσει το σώμα της και την ψυχή της. Και σεις μου μιλάτε για αγάπη.. Για αγάπη.. Ποιαν αγάπη; Ποιος Θεός; Ποια Σάντα Μαρία μου λέτε; Δεν Τον αναγνωρίζω, δεν Την αναγνωρίζω, δεν αναγνωρίζω εσάς τους ίδιους όταν Εκείνη αποφασίζει πως πρέπει πάλι να φύγω. Ζήστε όπως θέλετε κύριοι, εγώ είμαι ένας φτωχός, που μόνο αγάπη έχω μέσα μου, μόνο αγάπη μ’ ακούτε; Σάντα Μαρία μ’ ακούς; Μόνο αγάπη έχω μέσα μου!
Ησυχία. Δυο βήματα έφτασαν γοργά στην είσοδο της εκκλησίας. Τέσσερα πόδια διέσχισαν το ψιλό χαλίκι που τους οδήγησε στο γρασίδι που τους οδήγησε στο χώμα. Το ίδιο βράδυ αντίστροφα. Έξι πόδια διέσχισαν το χώμα, το γρασίδι, το ψιλό χαλίκι με μερικά βάρη στα χέρια και τις πλάτες. Πέρασαν την εκκλησία, πάτησαν σε γρασίδι κι ύστερα πάλι σε χώμα. Κι ύστερα σε μια πρασινάδα. Κι ύστερα έκοψαν από συνήθεια στο δρόμο ένα λουλούδι. Λίγο αργότερα έκοψαν ξύλα. Μετά έσκαψαν και φύτεψαν. Και τα χρόνια πέρασαν και σ’ αυτό χώμα έμειναν, έζησαν κι εκεί διασκορπίστηκαν. Κι οι τρεις έγιναν δύο, αργότερα τέσσερις και λίγο μετά τρεις, όπως και πριν. Αυτά τα πόδια δεν πάτησαν ποτέ ξανά σε ψιλό χαλίκι.