Joseph’s Crossroad (Μέρος Όγδοο)

                                                       Η ΦΥΓΗ

Κι οι δύο στέκονταν μπροστά από το βενζινάδικο περιμένοντας το λεωφορείο με την περισσότερη βενζίνη. Ήταν φορτωμένο με καύσιμα που θα τους έφταναν τελικά ως τη Νέα Ορλεάνη στην πολιτεία της Λουιζιάνας. Φυσούσε νοτιάς, οι κρύες μέρες του χειμώνα σκορπίστηκαν μέσα σε μια νύχτα, δύσκολη και για τους δυο ομολογουμένως. Στέκονταν ο ένας δίπλα στον άλλο, αμίλητοι, με άδεια χέρια, εκτός βέβαια τον Τζόσεφ ο οποίος ξόδεψε το 1/3 των χρημάτων του στους παρηγορητικούς καπνιστούς σωλήνες. Το λεωφορείο φάνηκε από μακριά, εκείνη έδειχνε να μην καταλαβαίνει, εκείνος με τα μάτια μαζεμένα προσπαθώντας να αποφύγει τη σκόνη, το περίμενε αγωνιωδώς όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει. Προσπάθησε με αποτυχία να ξετινάξει τα παπούτσια του από τη σκόνη που μαινόταν στην περιοχή καθώς γέμιζε τις μύτες και τα πνευμόνια με ψιλούς καφετί κόκκους, μεταλλάσσοντας το χρώμα του δέρματος από την αφυδάτωση. Δώδεκα άτομα άφηναν το Μέμφις για να γνωρίσουν τον κόσμο, να τον αποφύγουν ή απλά για τον να ξεχάσουν. Ο Τζόσεφ αντάλλαξε μια χαμηλόφωνη, σχεδόν μονολεκτική κουβέντα για τα εισιτήριά τους και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα έκατσε αριστερά στην τέταρτη σειρά του λεωφορείου, επωφελούμενος το παράθυρο με τη θέα. Η νεκρική σιωπή ήταν εκνευριστική εντός του λεωφορείου, κουβέντες είχαν συζητηθεί και ξανασυζητηθεί μέσα τους, θα νόμιζε κανείς πως η εξιλέωσή τους ήρθε με το σκίσιμο ενός φτηνού αποκόμματος μιας τυχαίας διαδρομής. Δεν είχαν φτάσει όμως ακόμα κι ο λόγος της απομάκρυνσης για τον κάθε επιβάτη είχε ακόμα τα σημάδια και τις μυρωδιές του Μέμφις. Ο χρόνος θα ήταν αυτός που θα έφερνε τα πρώτα χαμόγελα, τους πρώτους εναγκαλιασμούς κι ύστερα τις πρώτους γνώριμους τρυφερούς ασπασμούς για να ξορκίσουν το παρελθόν με τα πολλά παρακλάδια και τις αναρίθμητες διασταυρώσεις. Έτσι η ζωή έμπαινε κυριολεκτικά στο δρόμο και μαζί με τις στροφές, τις ανηφόρες και τις κατηφόρες, τις ανώμαλες ασφαλτοστρώσεις και τις χωμάτινες παρακάμψεις έφτανε κάποια στιγμή στο τέλος του δικού της δρόμου, στην ολοκλήρωση μιας διαδρομής και στο ξεκίνημα μιας άλλης. Το λεωφορείο ταρακούνησε τα μέλη της με το κατέβασμα του χειρόφρενου και την καρφωτή πρώτη ταχύτητα κι έβαλε σε εφαρμογή τις μισθωμένες επιθυμίες εκείνων που το τίμησαν. Η Κάθυ πείραζε συνεχώς τα μαλλιά της νιώθοντας το πρώτο κύμα σκόνης να έχει παγιδευτεί ανάμεσα στις τρίχες της κεφαλής της. Ο Τζόσεφ κοιτούσε έξω από το λεωφορείο μετρώντας το κάθε χιλιόμετρο σε μονάδες αναμνήσεων. Ακολουθούσε ένα μουσικό ρυθμό στο κεφάλι του, κάτι που τον βοηθούσε στη σύνθεση των βραχυπρόθεσμων στοχασμών του από ‘δω και στο εξής. Η Κάθυ ξεκούμπωσε το κουμπί του πουκαμίσου του Τζόσεφ κι ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. Μύρισε τον ιδρώτα που έρεε το προηγούμενο βράδυ μετά τη δολοφονία του Λίτλ Μπίλυ. Ένιωθε το δέρμα του αφυδατωμένο, το σώμα του κουρασμένο, οι βαριές του ανάσες είχαν μόνιμα εγκατασταθεί μέσα του ωσότου νιώσει ασφαλής. Έτσι επικοινωνούσαν πλέον οι δυο τους. Με τη σιωπή. Κι ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς αν η ενοχική σιωπή που τους κατέβαλλε θα αναπληρωνόταν με ευχάριστες, αυθόρμητες συζητήσεις, όπως το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους. Το άγνωστο εξακολουθούσε να υπάρχει στις ζωές τους, δεν έφυγε ποτέ, όσο μακριά κι αν πήγαιναν δεν ήταν σίγουρο πως θα απαλλάσσονταν από τις κατηγορίες που είχαν αποδώσει οι ίδιοι στον εαυτό τους. Κι όλα αυτά για μια αγάπη με τη συντροφιά ενός μεγάλου ερωτηματικού δίπλα τους, σαν τρίτη σκιά στα σώματά τους, είτε στο δρόμο είτε στο σπίτι είτε στο κρεβάτι τους την ώρα της ερωτικής τους απόλαυσης. Ο Τζόσεφ ένιωσε κι αυτός τις ξηραμένες τρίχες της που πρόσφατα τις εγκωμίαζε για την λαμπρότητα και την θελκτική τους δύναμη. Τα γόνατά τους άγγιζαν το ένα το άλλο κανένα χέρι δεν είχε όμως τα κότσια να τα αγγίξει, να τα χαϊδέψει ή σε αντίθετη περίπτωση να τα απομακρύνει. Ένα πράγμα φαινόταν πως ήταν σίγουρο: η απώθηση. Φαντασίες, ιδέες, συναισθήματα ή ενορμήσεις λειτουργούσαν στο ασυνείδητο κι η άρνηση ήταν αυτή που δεν άφηνε να αναγνωριστούν στο συνειδητό..

                                                       Η ΣΤΑΣΗ

Ο Τζόσεφ είχε βγάλει ένα άσπρο πανί απ’ την τσέπη του για να σκουπίσει τα κοφτερά γένια του και το πρόσωπό του. Είχαν κάνει ήδη δύο πεντάλεπτες στάσεις, ίσα δηλαδή για μερικές τζούρες τσιγάρου. Μετά από αρκετά χιλιόμετρα η σκόνη είχε εξασθενήσει και τη θέση της είχε πάρει μια καθαρή ατμόσφαιρα με ένα ελαφρύ, δροσερό αεράκι. Τα σύννεφα είχαν επισπεύσει τη μουντή ώρα του απογεύματος με αποτέλεσμα τα παράθυρα του λεωφορείου να είναι εδώ και κάμποση ώρα ερμητικά κλειστά. Η μόνη κουβέντα που αντάλλαξαν στη διαδρομή ήταν μια ήδη γνωστή πιθανότητα να περάσουν τη βραδιά τους σε ένα ξενοδοχείο στο Τζάκσον του Μισισιπή. Από εκεί έλειπαν μόνο κάποιες ώρες για την άφιξη στον προορισμό τους. Η αλήθεια ήταν πως δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος για να διακόψουν την πορεία τους. Βαθιά μέσα τους γνώριζαν πως όλο αυτό θα ήταν μια δοκιμή για να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο τη νύχτα, εκεί που θα αναγκαστούν να μοιραστούν το ίδιο δωμάτιο, το ίδιο κρεβάτι, τις ίδιες τους τις ανάσες. Λίγο πριν το ξενοδοχείο Jacksonian σταμάτησαν στη γνωστή αλυσίδα εστιατορίων Keffer’s για να ανακτήσουν τις δυνάμεις του και να δροσίσουν τα σωθικά τους. Ήταν πραγματικά περίεργη η σκηνή στο εστιατόριο. Το γνώριζαν και το ένιωθαν και οι δύο. Θυμήθηκαν τότε που το jukebox έπαιζε το τραγούδι που έμελλε να ήταν τελικά ‘το τραγούδι τους’ και τον τρόπο με τον οποίο όλοι αδιαφορούσαν μπροστά στη σημαντικότερη στιγμή της ζωής τους. Καθόλου υπερβολή αν αναλογιστεί κανείς πως η φυγή από το παρελθόν έδειχνε να αργοσβήνει μπροστά στην αίσθηση μιας ακαταμάχητης έλξης, εκτοπίζοντας μύχιες σκέψεις και βρώμικα παιχνίδια για τα οποία δεν ήταν περήφανοι. Τώρα; Το παρόν δεν έλεγε πολλά από μόνο του, μόνο τα πιρούνια μπορούσε να ακούσει κανείς που χτυπούσαν το πιάτο, τα τσιμπήματα της άγουρης πατάτας, τα πόδια που χτυπούσαν νευρικά το πόδι του τραπεζιού. Κι αυτός ήταν δυστυχώς ο λόγος που τράβηξαν τα βλέμματα πάνω τους, μεταφέροντας την αρνητική τους ενέργεια σε κάθε άκρη του καταστήματος. Προσπάθησαν να μην αξιολογήσουν την κατάσταση. Προσπάθησαν να σκεφτούν κάτι που να έχει σφραγίδα ωριμότητας, ορθής σκέψης, αποφασιστικότητας και τόλμης. Η παρόρμηση ήταν αυτή που μέχρι τώρα είχε αντικαταστήσει την τόλμη και όλα ήταν λάθος, όλα μύριζαν άσχημα..

Ο Τζόσεφ άνοιξε την πόρτα του δωματίου και ανέβασε το διακόπτη δίπλα από την πόρτα για να φωτίσει το χώρο. Μικρό το παράθυρο, μουντό το χρώμα στον τοίχο, ήταν κάτι που δεν περίμεναν (που όμως το είχαν φανταστεί). Το ενοχλητικό τρίξιμο της πόρτας του μπάνιου τους δημιούργησε μια απορία, το τι δηλαδή θα συνέβαινε αν κάτι δεν είχε πάει καλά χθες το βράδυ. Κι αυτό ήταν μια ένδειξη αρκετή για να συνειδητοποιήσουν πως το μυαλό τους είχε ξεπεράσει τη ζαλάδα και πως επανερχόταν ξανά στα φυσιολογικά του. Η Κάρυ τακτοποίησε τα λιγοστά πράγματα που κουβαλούσε μαζί της στην ντουλάπα (ήταν η αμηχανία για το τι θα συνέβαινε τώρα που έμειναν πάλι μόνοι τους) κι ο Τζόσεφ δίχως να της απευθύνει το λόγο βγήκε έξω και άναψε ένα τσιγάρο. Χάζευε τον κόσμο που πάρκαρε και ξεπάρκαρε, τις οικογένειες από μακριά που έφευγαν χορτασμένες απ’ το εστιατόριο, το γέρο που προχωρούσε γοργά κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, τον υπάλληλο που κλάδευε μερικά δέντρα. Αναστέναξε καθώς ο καπνός εισερχόταν μέσα του και έβηξε δυνατά.

Η Κάθυ δεν τόλμησε να τον φωνάξει, είχε την ελπίδα πως όλο αυτό ήταν κάτι φυσιολογικό, προσωρινό ή τυχαίο. Δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως όλη αυτή η ιδιότροπη συμπεριφορά και των δυο τους είχε γεμίσει πληγές που δεν θα έκλειναν από μόνες τους. Αυτό τουλάχιστον έδειχνε μέχρι τώρα, αυτό θα διάβαζε κανείς στο πρόσωπό της, κανείς δεν γνώριζε τι σκεφτόταν ουσιαστικά μέσα της. Κι αυτή ήταν η διαφορά. Ο Τζόσεφ έδειχνε ακριβώς αυτό που ένιωθε κι αν κάποιος του απεύθυνε το λόγο, χωρίς αναστολές, θα έλεγε αυτό που σκεφτόταν. Η ώρα πέρασε, το βράδυ κάλυψε την πόλη του Τζάκσον και η ώρα γι’ αυτό το ‘κάτι’ πλησίαζε ορμώμενο με διαθέσεις που δύσκολα θα έκριναν το τελικό αποτέλεσμα..

                                                     

                                                       Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ

–          Κάθυ.. Αναρωτιέμαι.. Πρέπει να χαρώ ή πρέπει να λυπάμαι; Ξέρεις για τι μιλάω.. Γι’ αυτό που κάναμε. Έχω μπερδευτεί, όλα έγιναν πολύ γρήγορα.. Σκοτώσαμε τον Λίτλ Μπίλυ το καταλαβαίνεις; Τον μισώ, το ξέρω.. Το παραδέχομαι. Κάποτε όμως ήταν αθώος κι εγώ τον κατέστρεψα. Έτσι μου φαίνεται Κάθυ, τι με κοιτάς, το απλανές βλέμμα σου τα λέει όλα. Τον κατέστρεψα και μεταμορφώθηκε σε ένα άρρωστο ζώο. Όλες οι αργές, συρτές λέξεις του –που δεν είχαν κανένα νόημα μεταξύ τους, καμιά συνοχή- όλες αυτές λοιπόν οι λέξεις έφτασαν να εκπροσωπούν ανθρώπους σώφρονες που για κάποιο αναθεματισμένο λόγο βρήκαν σημείο επικοινωνίας μαζί του, δίχως τελείες, δίχως γιατί, δίχως επαναλήψεις στα όσα έλεγε και αποφάσιζε. Κι αυτό γιατί Κάθυ; Γιατί έκανα ένα λάθος. Γιατί έστειλα πίσω από τα σιδερένια κάγκελα έναν αθώο αντί εκείνο που πραγματικά άξιζε.. Τον καταραμένου Ντέιλ Κρόου.. Αν τον είχα στα χέρια μου.. Αυτό μόνο, αν τον είχα μπροστά μου, θα..

–          Τι θα έκανες Τζόσεφ; Πες μου! Τι ήταν δηλαδή αυτό που θα άλλαζε;

–          Κάθυ γιατί φωνάζ..

–          Απάντησε μου! Νομίζεις δηλαδή πως αυτό το ρεμάλι θα είχε καλύτερη μοίρα απ’ τη ζωή του Μπίλυ, ζωή που απλόχερα ο θεός του προσέφερε σε βάρος όλων μας; Απάντησέ μου. Θεωρείς πως αν ζούσε ο Κρόου που λες, θα είχαν αλλάξει τελικά πολλά πράγματα στη ζωή μας; Πες μου Τζόσεφ, περιμένω μια έξυπνη απάντηση από σένα!

–          Αν ζούσε δεσποινίς Κάθυ ο Ντέιλ Κρόου, πολλά πράγματα θα ήταν καλύτερα! Πολύ καλύτερα! Ένας αθώος άνθρωπος όπως ο Μπίλυ δεν θα είχε ταξιδέψει για να μπει φυλακή αλλά για να γνωρίσει τον κόσμο, το δικό του φανταστικό κόσμο!

–          Με τέτοιο μυαλό που είχε…

–          Ε, βέβαια Κάθυ με τέτοιο μυαλό που είχε!

–          Δεν είμαι υποχρεωμένη να τα ακούω όλα αυτά..

Η Κάθυ σηκώθηκε απότομα και στάθηκε έξω από την είσοδο κάτω απ’ το αχνό φως του διαδρόμου μπροστά στο παρκινγκ. Ξεκίνησε να του μιλάει όρθια, δίχως να τον κοιτάει.

–          Έχω θυμώσει Τζόσεφ. Πολύ. Δεν περίμενα να εξελιχθεί έτσι η φυγή μας απ’ τα άσχημα, που ήδη προσπαθώ να ξεχάσω και δεν μ’ αφήνεις, δεν με βοηθάς, δεν βοηθάς καν τον εαυτό σου. Δεν ξέρω πως θα προχωρήσουμε παρακάτω.. Υπάρχει κάτι στην άλλη πλευρά του δρόμου για μας; Υπάρχει κάτι για το οποίο αξίζει να παλέψουμε;

–          Άξιζε να παλέψουμε για τη ζωή. Μα εμείς δεν παλέψαμε γι’ αυτήν. Την αφαιρέσαμε.. 

Η Κάθυ αποφάσισε να κλείσει την πόρτα πίσω της αφήνοντας τον Τζόσεφ μέσα μόνο του.

                                                       Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ

Ο Τζόσεφ σκέφτηκε πως «κάνει πείσματα η μικρή». Αρνήθηκε να την αναζητήσει, ήταν επιλογή της που έμεινε έξω από το δωμάτιο. Στενοχωρήθηκε λίγο όταν του πέρασε από το μυαλό πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν ακολουθήσει εντελώς διαφορετική πορεία. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί είτε γυρνώντας πίσω το χρόνο μια μέρα είτε εκ των υστέρων μετά απ’ όσα έγιναν. Τον βασάνιζε η συζήτηση που προηγήθηκε. Τι θα γινόταν αν, γιατί μπλέχτηκαν μέσα στο βούρκο που φανταζόταν, γιατί δεν είναι σπίτι του ή με τον Πωλ, τον Λάρυ απολαμβάνοντας την καθημερινότητά του; Τα ζύγιαζε κι όμως εξακολουθούσε να θεωρεί πως αν γύριζε τον χρόνο πίσω θα έκανε τα ίδια, κι όλα αυτά για εκείνη ξανά και ξανά. Μέχρι όμως αυτή τη στιγμή.. Μέχρι εδώ.. Γιατί το τώρα δεν ήταν λαμπρό και το μέλλον του το έλεγε ξεκάθαρα. Ήταν ώρα για ειλικρίνεια, για σκληρές παραδοχές οι οποίες θα έσωζαν τον εαυτό του και την Κάθυ από την καταστροφή. «Μια φούσκα ήταν κι έσκασε;» αναρωτιόταν. «Ήταν αρκετό λίγο ποτό, λίγη μουσική, λίγος χορός να καμουφλάρουν τη λογική μου;» Είχε ξεφύγει από ένα δύσκολο παρελθόν και τώρα πάλι ο τοίχος δεν τον εμπόδιζε μόνο να εκφραστεί όπως ένιωθε απέναντι στην Κάθυ αλλά τον εμπόδιζε και να διαφύγει απ’ όλη αυτή την κατάσταση. «Τι άλλαξε άραγε από τότε; Πώς τα είχα καταφέρει τότε; Κι αν ξέφυγα εγώ στο Κολόμπους οι άλλοι τι έκαναν;» Εκεί σκέφτηκε πως ο ένας από αυτούς ήταν ήδη νεκρός. Από τα χέρια του.. Δεν γνώριζε τίποτε για τους άλλους. Τον Σκοτ.. Δεν τον είδε ξανά από τότε. Ούτε τον Ντέιλ είχε δει..

Κι εκεί ήταν που συνειδητοποίησε πως ήταν σίγουρος πως γνώριζε τι απέγινε ο Ντέιλ αλλά δίχως να θυμάται ποιος του το είπε. «Μια στιγμή..» Ήταν φρέσκια η πληροφορία στο μυαλό του. «Μα δεν μπορεί.. Από πού..» Θυμήθηκε πως λίγο πριν στον περιβόητο καυγά με την Κάθυ η ίδια του είχε πει πως ο Ντέιλ δεν βρισκόταν πια στη ζωή. Ανασηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, ο ιδρώτας κύλησε ξανά σαν ρυάκι παντού. «Πώς είναι δυνατόν να ξέρει η Κάθυ τι απέγινε ο Ντέιλ; Μα είμαι σίγουρος, το είπε χαρακτηριστικά: ‘αν ζούσε ο Κρόου που λες θα είχαν αλλάξει τελικά πολλά πράγματα στη ζωή μας;’ Αυτό ακριβώς είπε! Πώς είναι δυνατόν;»

Εκτινάχθηκε κυριολεκτικά απ’ το κρεβάτι και βγήκε έξω να ψάξει την Κάθυ. Ήταν βράδυ, το πρωί έπρεπε να πάρουν το επόμενο λεωφορείο κι εκείνος ήταν έτοιμος να πάθει νευρικό κλονισμό. Δεν τη βρήκε πουθενά, ούτε στο εστιατόριο που ήταν έτοιμο να κλείσει δεν είδε τίποτα. Μπήκε σπίτι, εντόπισε την τσάντα της. Την άδειασε με μένος πάνω στο κρεβάτι και άρχισε να ψάχνει διαλύοντας και ρίχνοντας στο πάτωμα ότι θεωρούσε άχρηστο. Ξαφνικά στα χέρια του έπεσε η φωτογραφία. Διάβασε αυτό που έγραφε πίσω της: Για σένα αδελφούλα. Είμαι εγώ εδώ για σένα. Μην σε νοιάζει τίποτα…

Ντέιλ Κρόου.

Δεν το πίστευε. Δεν ήταν δυνατόν. Η Κάθυ, η δική του Κάθυ, το κορίτσι που του είχε πει πως μεγάλωσε στο Μέμφις, πως η ζωή του είχε παίξει άσχημο παιχνίδι.. αυτή η Κάθυ λοιπόν ήταν αδερφή του Ντέιλ Κρόου.. Εκείνου του σκληρού, άκαρδου, σιχαμένου έφηβου που σκότωσε ένα αθώο κοριτσάκι, που έστειλε έναν αθώο στη φυλακή. Που εξαιτίας αυτού του κωλόπαιδου, έφτασε στο σημείο ο ίδιος να σκοτώσει έναν αθώο επίσης, έτσι του τα έφερε η ζωή. Δεν ήξερε τι να κάνει. Τα είχε χαμένα. Πήρε απ’ το ντουλάπι ένα μικρό μπουκαλάκι με φθηνό ουίσκι (προσφορά του ξενοδοχείου) και το ήπιε μονομιάς. Άναψε ένα τσιγάρο τρέμοντας, βουρκώνοντας απ’ τα νεύρα του, δυο τσιγάρα, τρία, πουθενά η Κάθυ. Τι σήμαιναν όλα αυτά; Τι δουλειά είχε η Κάθυ στη ζωή του; Η καρδιά του χτυπούσε σε ρυθμό ίδιο με το πόδι του καθώς ήταν έτοιμο να ξηλώσει το πάτωμα. Το μάτι του έπεσε πάνω στο κρεβάτι στα διάσπαρτα αντικείμενα από την τσάντα της Κάθυ. Βρήκε ένα κουτάκι με παυσίπονα, το κεφάλι του ήταν έτοιμο να σπάσει. Ήπιε δύο. Τα δύο έγιναν λίγο αργότερα τρία με αποτέλεσμα ο πονοκέφαλος ναι μεν να περάσει αλλά συγχρόνως τα μάτια του για κάποιο ανεξήγητο λόγο άρχισαν να κλείνουν. Κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Πήρε ένα χαρτί, βρήκε ευτυχώς ένα στυλό, άρχισε να γράφει. Όσα υποψιαζόταν, όσα άρχισε να πιστεύει, το ‘κανε σε περίπτωση που πάθαινε κάτι κακό. Φύλαξε όσα έγραψε μέσα στο πουκάμισό του. Το μυαλό του λειτουργούσε πεντακάθαρα, όπως τότε λίγο πριν κοιτάξει το ρολόι του έξω από το εστιατόριο τραγουδώντας τους μουσικούς σκοπούς του Fats Domino. Μόνο που ήταν λίγο αργά για επιφοιτήσεις. Το πόδι του είχε σταματήσει να ταρακουνιέται νευρικά, η καρδιά του είχε κατεβάσει τους εξωφρενικούς της παλμούς. Το πόδι του σύρθηκε στο πάτωμα και το χέρι του στήριξε το κεφάλι του καθώς ξάπλωσε με ηρεμία στο κρεβάτι. Τα μάτια του έκλεισαν για τα καλά, μόνο το βλέφαρά του πετάριζαν για λίγο ακόμα. Και μετά σκοτάδι. Σκοτάδι που συνήθως έρχεται και παρέρχεται όταν ο ύπνος σε καταβάλλει..

                                                     

                                                       ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Η ατμόσφαιρα στο περιβάλλοντα χώρο του ξενοδοχείου ήταν συνηθισμένη. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία, η βραδιά φαινόταν ήρεμη, συνηθισμένη, βαρετή, αν και μάλλον κάτι τέτοιο δε ίσχυε για ένα συγκεκριμένο δωμάτιο. Ήταν η ώρα που η Κάθυ στεκόταν ήδη έξω από την πόρτα του δωματίου. Το πρόσωπό της αντίκριζε την ξύλινη πόρτα περιμένοντας για κάποιο είδους εξέλιξης στο εσωτερικό του. Ήθελε να σιγουρευτεί πως το αποτέλεσμα της βραδιάς ήταν όπως ακριβώς φανταζόταν. Άνοιξε την πόρτα, ήταν ξεκλείδωτη. Είδε τον Τζόσεφ ξαπλωμένο στο κρεβάτι, είδε τα πράγματά της διάσπαρτα στο πάτωμα και τα χάπια της δίπλα του. Χαμογέλασε. Δεν αντέδρασε. Δεν έτρεξε να δει τι του συμβαίνει. Απλώς χαμογέλασε. Τα δάκρυα πλημμύρισαν το πρόσωπό της καθώς συνέχιζε να χαμογελάει. Μπροστά της στεκόταν ο Τζόσεφ –κοιμισμένος, λιπόθυμος δεν γνώριζε- κι όμως η Κάθυ δεν έκανε προς στιγμήν απολύτως τίποτα. Θα έλεγε κανείς πως το βλέμμα της δήλωνε περισσότερο ανακούφιση παρά στενοχώρια ή συγκίνηση. Ήταν η πιο απροσδόκητη και περίεργη σκηνή ανάμεσα σε δυο πλάσματα που θα έλεγε κανείς πως ήταν ερωτευμένα.

«Πολύ εύκολο», θα ξεστομίσει μονολογώντας η Κάθυ. «Πάρα πολύ εύκολο.» Πλησίασε με μεγάλη ψυχραιμία και αργά βήματα τον Τζόσεφ. Έπιασε τα χέρια του, τα πόδια του και τα άπλωσε στο κρεβάτι τοποθετώντας τον ανάσκελα. Ανέβηκε πάνω του λες και ίππευε κάποιο αναίσθητο ζώο. Άρχισε να κλαίει, τα δάκρυά της έσκαγαν στα ρούχα του Τζόσεφ σαν ξαφνική νεροποντή. Έφερε μπροστά στο στήθος του τα χέρια της, εκεί που κούρνιασε μια δυο φορές όταν τα πράγματα έδειχναν να είναι υπέρ τους. Σήκωσε ψηλά μια κοφτερή λαβή σημαδεύοντας την καρδιά του. Μέσα σε μια στιγμή η ησυχία αντικαταστάθηκε από τον ήχο της σάρκας που πληγώνεται, όπως συμβαίνει συνήθως με την σφαγή κάποιου άμοιρου ζώου που είναι έτοιμο προς κατανάλωση. Ο ήχος αυτός επαναλήφθηκε άλλες πέντε φορές, κάθε φορά ήταν πιο έντονος, πιο άγριος και ξαφνικά ο τελευταίος εξασθενημένος, ίσως αναίτιος, άκαρδος, βασανιστικός. Η κοφτερή λεπίδα πετάχτηκε στο έδαφος. Στο έδαφος δίπλα της ξάπλωσε η Κάθυ, πρόσωπο με πρόσωπο με μια γνώριμη εικόνα, μια φρέσκια μυρωδιά όμως που δεν την είχε γνωρίσει πριν γιατί εκείνος την είχε προστατέψει. «Για σένα Ντέιλ. Στη μνήμη σου αδερφέ μου. Για να μην πονάς άλλο. Για να μην πονάω κι εγώ..» Ο Τζόσεφ ήταν νεκρός.

                                                     

My beautiful picture

                                                       Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

Νέα Ορλεάνη, Λουιζιάνα 1964 – Δύο χρόνια μετά.

Το σπίτι της βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Είχε βγει έξω για ψώνια, τα ωράριά της ήταν περιορισμένα. Ο σύντροφός της θα την περίμενε στο τέλος του Canal street για να την παραλάβει. Θα της έκανε έκπληξη. Είχε αγοράσει δύο εισιτήρια για ένα ταξίδι στην Ευρώπη, στο μαγευτικό Παρίσι. Η Κάθυ επέστρεψε λίγο αργότερα σπίτι της, ο άντρας της δεν θα σταματούσε καθώς έπρεπε σύντομα να μεταβεί στο ναυπηγείο Higgins που ήταν προϊστάμενος. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, άνοιξε την πόρτα, κρέμασε το παλτό της, άφησε τα κλειδιά της στο τραπέζι και πήγε απευθείας στο γραφείο της να ελέγξει την αλληλογραφία της. Γυρνούσε τα γράμματα αδιάφορα, παθητικά ώσπου κάποια στιγμή σταμάτησε απότομα όταν αντίκρισε κάτι που την τάραξε. Στα χέρια της κρατούσε ένα γράμμα που, πέρα από τη διεύθυνση του παραλήπτη, κάτω δεξιά έγραφε μια λέξη με μικρά γράμματα: ΤΖΟΣΕΦ. Το άνοιξε. Το διάβασε. Ούρλιαξε, η βοηθός του σπιτιού τη ρώτησε τι συμβαίνει, τι έπαθε, την έπιασε υστερία, ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα, πέταξε τις κορνίζες από τους τοίχους στο πάτωμα, άδειασε τα συρτάρια με τα ρούχα της τα εσώρουχά της δημιουργώντας εξαιρετική ένταση και μεγάλη αναστάτωση. Η βοηθός της είχε μείνει αποχαυνωμένη δεν ήξερε τι να κάνει, αποπειράθηκε να την πιάσει από τους ώμους για να την καθησυχάσει, άδικα όμως δεν τόλμησε να προσπαθήσει ξανά. Η Κάθυ σε κατάσταση αμόκ, αδιαφορώντας πλέον για το πόσο όμορφη έδειχνε ή όχι έσπευσε ενστικτωδώς να φτιάξει πρόχειρα μια βαλίτσα με ρούχα και να φύγει δίχως να ξέρει το που, οι αντιδράσεις της χαρακτηρίζονταν απλά από ένα μεγάλο αδιέξοδο. Έξω από το σπίτι μερικοί περαστικοί στάθηκαν να δουν τι συμβαίνει καθώς άκουγαν τις φωνές, τα παραμιλητά, τη σύγχυση που επικρατούσε. Ξαφνικά ένα μαύρο Pontiac με φιμέ τζάμια σταμάτησε έξω από το σπίτι της. Τέσσερις έγχρωμοι άντρες με μαύρες κουκούλες εισήλθαν στο σπίτι ρίχνοντας κάτω την πόρτα, οι περαστικοί τρομοκρατήθηκαν, λογικά η αστυνομία ήταν καθοδόν. Μερικοί ταυτόχρονοι πυροβολισμοί ήταν αρκετοί για να ξεσηκώσουν τη γειτονιά στο πόδι. Μέσα σε ένα λεπτό το αμάξι είχε σταθμεύσει και είχε κιόλας εξαφανιστεί. Η βοηθός της συγκλονισμένη πήγε μέχρι το γραφείο της για να εντοπίσει την αιτία της υστερίας της. Βρήκε ένα φάκελο με ένα γράμμα, πεταμένο δίπλα στο τραπέζι. Στο γράμμα φαινόταν πως και οι δυο πλευρές του ήταν γραμμένες.

Πρώτη πλευρά

«Αυτά πρόλαβε να γράψει ο Τζόσεφ λίγο πριν πεθάνει.

Πωλ αγαπημένε μου.. Δεν είμαι καλά. Ήπια κάτι χάπια της Κάθυ.. Είναι μάλλον ηρεμιστικά. Πωλ.. Αν αυτό το γράμμα έφτασε στα χέρια σου τότε είμαι μάλλον νεκρός.. Πήγαινε σπίτι μου. Διάβασε όλα όσα έχω γράψει σε ένα πράσινο σταχωμένο βιβλίο κάτω απ’ τη σπασμένη ξύλινη σανίδα δίπλα στο κρεβάτι. Πωλ αυτή είναι η ζωή μου. Κι αυτός ο Ντέιλ που θα διαβάσεις. Η Κάθυ είναι αδερφή του. Η κοπέλα που αγάπησα. Ήρθε για εκδίκηση Πωλ. Ήρθε για να με φάει όπως έφαγα εγώ χθες τον Λίτλ Μπίλυ για χάρη της. Αν αυτό το γράμμα έρθει σε σένα τότε είναι ένοχη Πωλ. Είναι ένοχη κι εγώ νεκρός. Ψάξε… Βρες την..  Για μένα Πωλ.. Για μένα.. Αν αύριο είμαι καλά, αν όλα αυτά είναι της φαντασίας μου.. Τότε τέλειωσε. Έρχομαι να σε βρω. Δεν πάω πουθενά. Μην πουλήσεις ποτέ τις ιδέες σου Πωλ. Ισότητα. Αγάπη. Για μένα..»

Δεύτερη πλευρά.

«Αυτά σου γράφω εγώ Κάθυ. Είμαι ο Πωλ. Φίλος του Τζόσεφ. Το γράμμα αυτό έφτασε στα χέρια μου. Κι αυτό γιατί στο Τζάκσον ο αστυνομικός που βρήκε το άψυχο σώμα του ήταν έγχρωμος, ταγμένος στον αγώνα μας. Έτσι βρήκε και το γράμμα που έγραψε. Δεν σε εντόπισε. Μα σε εντόπισα εγώ.  Κι έψαξα και βρήκα το παρελθόν σου. Έμαθα πως ο Ντέιλ Κρόου ήταν αδερφός σου. Γλίτωσε τα κάγκελα μα δε γλίτωσε απ’ την κοινωνία.. Σωστά; Αυτοκτόνησε όταν όλοι τον κουτσομπόλευαν και τον στιγμάτισαν για εκείνο το φόνο. Σωστά; Κι εσύ τι έκανες δηλαδή; Έθεσες στόχο της ζωής σου να σκοτώσεις όσους πιστεύεις πως ευθύνονται γι’ αυτό; Μάλλον έτσι.. Ε, λοιπόν δεν είναι έτσι. Ξέρεις τι άλλο έμαθα; Εσύ φρόντισες να σκοτώσουν τον Ρόμπερτ Χάτμαν. Για να πάρει τη θέση του ο Λίτλ Μπίλυ, να τον αφήσεις να απολαύσει τα πρόστυχα προνόμια της εξουσίας κι αμέσως μετά να τον εκδικηθείς.. Όταν δηλαδή θα πονάει ακόμα περισσότερο για την τιποτένια του ζωή. Κι ο αγαπημένος Τζόσεφ; Κάποιοι μου είπαν πως τη βραδιά που σκότωσες τον Ρόμπερτ Χάτμαν με την Λίτλ Μπίλυ μαριονέτα σου, είδες ξανά τυχαία τον Τζόσεφ και τον θυμήθηκες.. Και του πούλησες έρωτα. Κι ύστερα του έκανες τη ζωή δύσκολη για να σε ερωτευτεί ακόμα περισσότερο. Είμαι κοντά; Επίσης κατάλαβα το πιο σημαντικό.. Πως ότι παιχνίδι έπαιξες με τον Μπίλυ, έπαιξες ακριβώς το ίδιο και με τον Τζόσεφ. Ποια ήταν η επόμενη κίνησή σου; Να σκοτώσει ο Τζόσεφ τον Σκοτ; Τον τέταρτο της παρέας; Γιατί έμαθα πως μένει στη Νέα Ορλεάνη ξέρεις, εκεί δεν ήταν ο τελικός προορισμός σου με τον Τζόσεφ; Αλλά ο αγαπημένος μου φίλος σε κατάλαβε.. Κι εκεί τον έφαγες σκρόφα. Αυτό το γράμμα είναι το τελευταίο που διαβάζεις υποθέτω. Γιατί ήρθε η ώρα εγώ να πάρω την εκδίκησή μου. Δεν θα σου κάνω το χατίρι να σε παραδώσω στην αστυνομία. Θέλω η ευχαρίστηση να είναι όλη δική μου…»

Η αστυνομία είχε φτάσει ήδη στο σημείο, ο σύντροφός της συγκλονισμένος δεν είχε μάθει ακόμα τι ακριβώς είχε συμβεί.

–          Κύριε Σκοτ Έλντερ, λυπάμαι πολύ για την απώλειά σας. Θέλω να είστε ψύχραιμος, πρέπει να ακολουθήσω το πρωτόκολλο, καταλαβαίνετε..

                                    ΤΕΛΟΣ

* Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους είχαν το κουράγιο να το διαβάσουν! Σύντομα θα αναρτήσω link στο οποίο θα το έχω δημοσιευμένο ολόκληρο..!

8 thoughts on “Joseph’s Crossroad (Μέρος Όγδοο)

  1. Καλημέρα, το τυπώνω όπως και το 7ο μέρος για να τα διαβάζω καπάκι κι αντάμα.Με δυσκολεύει ο υπολογιστής και το απολαμβάνω καλύτερα απο το χαρτί.Και εις ανώτερα

    1. Moody να είσαι καλά φίλε μου, ήταν για μένα μια πρωτόγνωρη, ευχάριστη διαδρομή.

      Καλή μέρα να έχεις σου εύχομαι.

  2. ωωω νιώθω μια απερίγραπτη χαρά που επιτέλους θα μάθω τι γίνεται!
    βέβαια και λίγο κοροίδο μιας και όλοι περίμεναν να τελειώσει για να το διαβάσουν όλο μαζί(εξαιρετική η ιδέα του moody,θα θελα να το είχα σκεφτεί)
    χαίρομαι που βρήκες το τέλος που ήθελες(άκου 5 😛 )
    αύριο με το καλό και με καθαρό μυαλό επιστρέφω να διαβάσω γιατί πάει 3 και πάλι δεν θα ξυπνάω!!
    τα φιλιά μου!!

  3. Το τέλος συγκλονιστικό και όλη η ιστορία ανατρεπτική, ένα πραγματικά καλογραμμένο θρίλερ που θα γινόταν και μια τέλεια ταινία! 😉
    Ξέρεις πως καθώς διάβαζα “έβλεπα”την ταινία;

    Όλα εδώ πληρώνονται;

    ΑΦιλιά και καλή συνέχεια, για την επόμενη! 🙂

    1. Σ’ ευχαριστώ αγαπητή Άιναφετς, χαίρομαι πολύ που σου άρεσε! Ήταν κάτι πολύ όμορφο και για μένα, θα ήθελα να το επιδιώξω ξανά (όσο προλαβαίνω γιατί φήμες λένε πως με καλεί σύντομα η μαμά πατρίδα).

      Το τέλος μπήκε και το τώρα νιώθω.. άπραγος! 😀

      Tα φιλιά μου μάγισσα.

  4. Την μέρα που είχα πει θα το διαβάσω κόπηκε ξαφνικά το ιντερνετ,μετά έφυγα,και τώρα επέστρεψα και εκεί που καθόμουν αμέριμνη λέω δεν μπορεί,κάτι μου ξέφυγε κι έτσι επέστρεψα!!
    Νιώθω πως η ιστορία σου ήταν πραγματικά πλήρης,γεμάτη αγωνία και ανατροπές!!
    υπέροχη ιστορία,πολύ καλογραμμένη Κουφετάριε μου!!
    μου άφησες τις καλύτερες εντυπώσεις!!να γράφεις πιο συχνά,το κάνεις με πολύ ξεχωριστό τρόπο!!
    σε φιλώ!

    1. Σ’ ευχαριστώ πολύ Νικολέτα μου για τα καλά σου λόγια. Θέλω να γράψω ξανά κάτι αντίστοιχο να σου πω την αλήθεια. Ελπίζω κάθε φορά να είναι και καλύτερο (η ευχή μου για το νέο έτος!!)

      Τα φιλιά μου καλά να περάσεις σήμερα!

Leave a reply to Άιναφετς Cancel reply